«Γεια σου»
Η θάλασσα παφλάζει ανέμελα ένα βράδυ Τετάρτης. Εκείνη κάθεται ήσυχα στην άμμο κοιτώντας τα αστέρια. Βρίσκεται σε ένα νέο περιβάλλον.
Μα είναι στα αλήθεια ασφαλής; Μια διαρκής ερώτηση τριγυρνά στους λαβύρινθους του μυαλού της. Όμως φοβάται να την εκφράσει, πόσο μάλλον να την απαντήσει στον εαυτό της.
Το πρωί τη βρίσκει στο ίδιο σημείο. Ακίνητη σαν άγαλμα χαζεύει την ανατολή του ήλιου. «Πω, πω πέρασε η ώρα! Πρέπει να πάω για δουλειά!». Σε δέκα λεπτά είναι έτοιμη. Όμορφη και χαμογελαστή προσπαθεί να βγάλει το μεροκάματο. Ένα ζευγάρι μάτια την παρακολουθούν από ώρα εν αγνοία της. Πώς να τα δει άλλωστε με τόσο κόσμο στο bar. Ξαφνικά μια ανατριχίλα στον ώμο της. «Γεια σου».
Όλον αυτόν τον καιρό δεν ζητούσε τίποτε άλλο. Παρά να τον δει ξανά. Μα τώρα που αυτή η στιγμή έφτασε, δεν μπορεί να τον δεχτεί. Φοβάται τα ύψη και εκείνος την πάει πολύ ψηλά. Η σχέση τους την πήγε πολύ ψηλά. Κι αν πέσει ξανά; Πόνεσε πολύ την πρώτη φορά. Κι αν πέσει ξανά; Αν πονέσει περισσότερο αυτή τη φορά; Πως μπορεί κάποιος να πάρει την ευθύνη..;
« Ξέρω ότι σε έχω χάσει για πάντα», της είπε χωρίς να την κοιτά.
«Δεν μπορείς να το λες αυτό όταν δεν προσπάθησες ποτέ να με ξανακερδίσεις. Είναι εγωιστικό», αποκρίθηκε.
Τον άφησε πίσω να περιμένει και χάθηκε στο πλήθος.
Μετά τη βάρδιά της κατευθύνθηκε και πάλι προς τη θάλασσα. Ψάχνοντας ρημαγμένες αποδείξεις συναισθημάτων. Πως να ξυπνήσει ό,τι εναγωνίως προσπαθούσε να ρίξει σε λήθαργο; Επί μήνες. Πως γίνεται να βρίσκεται εκείνος εδώ τώρα, με ποιόν τρόπο την βρήκε; Τι θέλει; Και αυτά τα κουνούπια δεν την αφήνουν σε ησυχία. Θα έλεγε κανείς ότι μοιάζουν στον έρωτα. Σου ρουφούν ότι πολυτιμότερο έχεις και σε αφήνουν με τη φαγούρα. Ένας Θεός ξέρει πόσο φοβάται τα παντός είδους έντομα.
Συνειδητοποιεί ότι θέλει να κάνει ένα βραδινό μπάνιο. Μόνη. Βγάζει τα ρούχα της και βουτά στα παγωμένα νερά. Ακούει την καρδιά της να χτυπά από το κρύο και νιώθει ζωντανή. Αναμνήσεις πλημμυρίζουν την ύπαρξή της, μα είναι θολές. Εκείνος την κοιτά απομακρυσμένος. Την ξέρει καλά. Γνωρίζει πως αν θέλει να έχει μια ευκαιρία, πρέπει να περιμένει. Όμως δεν το καταφέρνει.
Μπαίνει στο νερό και την αγκαλιάζει απαλά.
«Δεν μπορώ..», του λέει.
«Μπορούμε. Θα τα καταφέρουμε. Συγνώμη», αποκρίνεται εκείνος.
Και γίνονται ένα. Όπως πάντα ήταν.
Καθώς παρακολουθούσα τη σκηνή του απόλυτου έρωτα, δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Ένιωσα ντροπή. Ντροπή που εγώ αντιπροσωπεύω το φόβο και αυτός εμένα. Που μπορώ μόνο να φαντάζομαι μια τέτοια στιγμή, αφού φοβάμαι την αγάπη, περισσότερο ακόμα και από τα έντομα ή τα ύψη. Και που ξέρω, ότι θα είναι πολύ δύσκολο να βρω κάποιον ατρόμητο στη θέα της, ώστε να με κάνει να μην φοβάμαι και εγώ. Θα είσαι εσύ αυτός;
Κωνσταντίνα Παρασκευοπούλου
Αφήστε το σχόλιό σας
Σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια...
Μόλις ελεγχθεί από το διαχειριστή θα δημοσιευτεί.