Youropia Flag

Ένα αλλιώτικο … παραμύθι



Μια φορά κι ένα καιρό, σ ένα μακρινό χωριό της βόρειας Ελλάδας, ζούσε ο Αντώνης. Ο Αντώνης από μικρός ήταν άτυχος στη ζωή του. Έχασε τη μητέρα του πάνω στη γέννα και γνώρισε τη μορφή της μόνο μέσα από φωτογραφίες. Ο πατέρας του ήταν μέθυσος και δεν νοιάστηκε ποτέ γι αυτόν, αλλά ούτε και για τη μητέρα του, καθώς μόλις έμαθε ότι είναι έγκυος εξαφανίστηκε. Μεγάλωσε με στοργή από τους παππούδες του και οι ίδιοι στερήθηκαν πολλά για να σπουδάσει. Δυστυχώς, όμως ,δεν κατάφερε ποτέ να νιώσει συναισθήματα για άλλους. Από τη φύση του ήταν «κλειστός» χαρακτήρας και δεν έκανε ποτέ φίλους. Τα πράγματα στον ερωτικό  τομέα ήταν ακόμα πιο δύσκολα, καθώς ποτέ δεν ήταν όμορφος εξωτερικά και δεν «ανοίχτηκε» ποτέ για να μάθει την έννοια του έρωτα.


Τα χρόνια πέρασαν και ο μικρός Αντώνης μεγάλωσε. Σπούδασε στην Αθήνα οικονομικά και τελειώνοντας αποφάσισε να συνεχίσει εκεί τη ζωή του. Βρήκε δουλειά σε μια πολυεθνική, νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα και η ζωή του κυλούσε ήρεμα γι αυτόν, ενώ από άλλους  χαρακτηριζόταν βαρετή ρουτίνα.


Το κλίμα που επικρατούσε στη δουλειά του δεν ήταν διαφορετικό από τότε στην παιδική χαρά, που κοιτούσε από μακριά τα άλλα παιδάκια να παίζουν μπάλα. Αν και ο Αντώνης ήταν πάντα απολύτως σωστός στη δουλειά του και ίσως ο πιο συνεπής, συνήθως «κέρδιζε» τα επικριτικά σχόλια των συνεργατών του, είτε για την εξωτερική του εμφάνιση είτε για κάποια αδεξιότητα, όπως τότε που έριξε λίγο καφέ στο πάτωμα.


Ποτέ του δεν ήταν υπέρ των εντάσεων και γι αυτό δεν έδινε σημασία στην ανάρμοστη συμπεριφορά των συναδέλφων του. Ακόμα και τότε που ήταν να πάρει προαγωγή και τελικά ο προϊστάμενος του διάλεξε κάποιον άλλον δεν διαμαρτυρήθηκε. Τι κι αν ήξερε ότι ο άλλος δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα και είχε πατήσει επί πτωμάτων για να τα καταφέρει; Ο Αντώνης δεν μίλησε παρά του ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία και αποχώρησε.


Το μόνο «παράθυρο» που έβρισκε για να ξεφεύγει από αυτή την κατάσταση ήταν  η καθαρίστρια του ορόφου, η Μαρία. Τον έβρισκε αργά το βράδυ στο γραφείο, με μοναδικό φως το λαμπατέρ του, να δουλεύει ως τα μεσάνυχτα. Δεν τον ενδιέφερε που όλοι οι άλλοι είχαν φύγει, αυτός απαιτούσε από τον εαυτό του να ναι σωστός. Αναπτύχθηκε λοιπόν μια φιλική σχέση μεταξύ του Αντώνη και της Μαρίας. Στην αρχή ήταν και οι δύο πολύ διστακτικοί, αλλά στη συνέχεια καθόντουσαν και μιλούσαν για τα παιδικά τους χρόνια, την τωρινή ζωή τους και τα όνειρα τους. Η Μαρία ήταν η μόνη που άκουγε πραγματικά τον Αντώνη, δεν την ενδιέφεραν ούτε τα παλιομοδίτικα ρούχα του, ούτε τα ατημέλητα μαλλιά του, παρά μόνο η ευαίσθητη ψυχή του.


Μια μέρα, εν όψει της οικονομικής κρίσης, ο διευθυντής ανακοίνωσε περικοπές στην εταιρία και απολύσεις. Χωρίς κανένα δισταγμό, απέλυσε τον Αντώνη, τον πιο σωστό ίσως υπάλληλο στην εταιρία…Η πρόφαση; «Αντώνη είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά οι καιροί απαιτούν αμείλικτους υπαλλήλους και, ναι, ακόμα και με αθέμιτα μέσα πρέπει να αυξήσουμε τον τζίρο μας. Σε ξέρω χρόνια και γι αυτό θα σου ζητήσω κάτι. Θέλω να “μαγειρέψεις “ τους οικονομικούς μας φακέλους μέχρι να βγούμε από την κρίση» . Ο Αντώνης δεν δέχτηκε να κάνει κάτι τόσο παράνομο κι έτσι είδε το τεντωμένο χέρι του προϊσταμένου να δείχνει την πόρτα. Το χειρότερο όλων ήταν η αντίδραση των συναδέλφων του, όταν τον είδαν να μαζεύει σε μια κούτα τα πράγματα του. Γέλια από όλο τον όροφο και χλευασμοί μπροστά του τον έκαναν να αισθανθεί ακόμα χειρότερα.


Μετά από τρεις μέρες γυρνώντας στο σπίτι του, είδε πολύ κόσμο από κάτω. Δεν έδωσε σημασία και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Παρατήρησε πως η πόρτα του σπιτιού του ήταν ανοιχτή. Στην αρχή τρομοκρατήθηκε γιατί σκέφτηκε πως είναι κάποιος κλέφτης, αλλά στη συνέχεια μπήκε αποφασιστικά μέσα. Εκεί, είδε ακόμα περισσότερο κόσμο μαζεμένο. Κάποιοι του θύμιζαν κάτι φατσικά, άλλοι του ήταν τελείως άγνωστοι. Ξαφνικά μέσα στο πλήθος ξεχώρισε τη μορφή της Μαρίας. «Μα που ήξερε που μένω; Καλά ήρθε ακάλεστη στο σπίτι μου; Δεν την είχα για τέτοιο άνθρωπο…Και δεν νομίζω να έχω και κάτι να την κεράσω…» Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα από μια εικόνα. Πλησίασε για να εξετάσει καλύτερα από κοντά αυτό το αντικείμενο. «Μα….. μα αυτό είναι ένα φέρετρο…» Ξεροκατάπιε και αυτό που είδε τον τρόμαξε ακόμα πιο πολύ.


«Εεεε…αυτός είμαι εγώ!!! Τι συμβαίνει; Τι κακόγουστη φάρσα είναι αυτή που μου έχετε στήσει;» Πλησίασε την Μαρία και της έπιασε τα χέρια. Εκείνη προσπαθούσε να κρύψει το πρόσωπο της με τα χέρια της για να μη φανούν τα πρησμένα μάτια της. Την χάιδεψε αλλά καμία αντίδραση από αυτή. Προσπάθησε να την ταρακουνήσει αλλά καμία αντίδραση και πάλι. Παρατήρησε ξανά τον χώρο γύρω. Όλοι με μάτια βουρκωμένα και κατεβασμένα κεφάλια. Αναγνώρισε τότε δύο από τους συναδέλφους του και τους πλησίασε. Τους άκουσε να ψιθυρίζουν «Καλύτερα που έφυγε, δεν είχε και κανέναν άλλον. Άσε που μετά έχω κανονίσει να βγω και με μια κοπέλα, σκέτη «κόλαση» σου λέω, άντε να τελειώνουμε από εδώ» .  Ίσως ο Αντώνης για πρώτη φορά ένιωσε αηδία και δυστυχώς δεν μπορούσε να το δείξει.


Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας ασπροφορεμένος άντρας και του είπε «Γεια σου Αντώνη». Ο Αντώνης εκνευρισμένος πια του απάντησε : «Ποιος είσαι πάλι εσύ; Που με ξέρεις και είσαι εδώ; Τι γίνεται επιτέλους;» Στη συνέχεια κοντοστάθηκε λίγο και λέει «Μου μίλησες! Άρα εσύ με βλέπεις!!! Τι γίνεται επιτέλους μου λες;» Πρώτη φορά ο Αντώνης βγήκε από τα ρούχα του.  Ο κύριος αυτός αφού άφησε τον Αντώνη να ηρεμήσει λίγο του λέει «Όλα θα στα εξηγήσω, μη στεναχωριέσαι. Μια ερώτηση θέλω μόνο να σου κάνω, που θα κρίνει πολλά. Πες μου, σε παρακαλώ, είδες τους ανθρώπους που είναι απόψε εδώ; Αν σε άκουγαν τι θα τους έλεγες;» Ο Αντώνης χωρίς να σκεφτεί καθόλου του λέει «Είστε όλοι υποκριτές. Μια φορά καλό λόγο από εσάς δεν άκουσα και κανένας σας δεν με συμπαθεί πραγματικά και το ξέρω. Φορέσατε μαύρα ρούχα, βάλατε μαύρα γυαλιά και έχετε αυτά τα κροκοδειλίσια δάκρυα μόνο και μόνο για να  δείξετε στους  άλλους ότι νοιαζόσαστε. Τάχα πονάτε αλλά όλα αυτά γίνονται για το φαίνεσθαι, για να φύγει η υποχρέωση είστε απόψε εδώ» Ο Αντώνης αφού τα είπε και ηρέμησε προσθέτει στον κύριο αυτό « Όλα αυτά που είπα τα εννοούσα μέχρι και την τελευταία λέξη για όλους εκτός από έναν. Την Μαρία. Είναι ο μόνος άνθρωπος που μου στάθηκε και δεν θέλω να την αποχωριστώ ποτέ. Μου στάθηκε σε δύσκολες στιγμές αλλά και σε ευχάριστες και θα ήταν άδικο από μεριάς μου να την αφήσω έτσι, ούτε καν την αποχαιρέτησα. Θέλω να συνεχίσω να ζω μόνο και μόνο γι αυτήν.


Ο ασπροφορεμένος άντρας με πράο ύφος του απάντησε :
«Έλα μαζί μου Αντώνη, ήσουν άτυχος φίλε μου αλλά όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Μάλλον είσαι πολύ καλός για να ζεις ανάμεσα σ αυτούς τους ψεύτες και τους υποκριτές. Όσο για τη Μαρία μη φοβάσαι. Όταν κάποιον τον αγαπάμε εξακολουθούμε να τον έχουμε μέσα στην καρδιά μας. Κάθε φορά που η Μαρία θα σε έχει ανάγκη εσύ θα σαι εκεί να την προσέχεις και να την οδηγείς. Δεν έχεις πεθάνει Αντώνη, απλά ζεις πια μέσα στην καρδιά της Μαρίας.»


Δεν κατάφερα να  αποφασίσω ακόμα αν το τέλος της ιστορίας μου θα είναι το «Ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα» . Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτοί ζήσανε καλά. Το δικό μας «καλύτερα» όμως είναι στο χέρι του καθενός

Αποστολίδης Χρήστος
 







Αφήστε το σχόλιό σας

Το σχόλιό σας αποθηκεύτηκε με επιτυχία!
Μόλις ελεγχθεί από το διαχειριστή θα δημοσιευτεί.







Σχόλια


Δεν υπάρχουν σχόλια...