Φοβάμαι
Κάποιες φορές δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια και οι μέρες που ξημερώνουν με βρίσκουν άυπνη,
στις 9 το πρωί, μ’ ένα φλιτζάνι ζεστού καφέ στο χέρι, το laptop αγκαλιά και τα σεντόνια τσαλακωμένα στο πάτωμα, μάρτυρες των μάταιων προσπαθειών να σταματήσω να σκέφτομαι και να στριφογυρνάω.
Κάθε πρωί, που ο ήλιος τρυπώνει σιωπηλά ανάμεσα από τις χαραμάδες στα στόρια, είναι ένα βήμα πιο κοντά σ’ ένα ύπουλο βράδυ, ενώ κάθε μέρα φέρνει κι’ άλλα τέτοια βράδια, κι’ άλλα κι’ άλλα...
«Φοβάσαι» μου 'χε πει η Χ. ένα πρωινό, ακριβώς μόλις είχα τελειώσει το δεύτερο φλιτζάνι καφέ. «Φοβάσαι να κοιμηθείς μόνη σου». Κοίταξα τον πάτο του μισοτελειωμένου καφέ, το σκέφτηκα λίγο και έπειτα γέλασα μηχανικά αλλάζοντας θέμα. Δε θυμάμαι ακριβώς, νομίζω είπα κάτι κλισέ για τον καιρό. Τρεις μέρες αϋπνίας, αργότερα, έκαναν εφτά ανούσια γραμματάκια να μοιάζουν απειλητικά και να στοιχειώνουν το δωμάτιο: φοβάσαι.
Κάθε βράδυ ακούω ψιθύρους:
-Πότε θα τελειώσω, επιτέλους, το άρθρο; Θα χάσω την προθεσμία.
-Αύριο να πάρω τηλέφωνο τον Σ. να τα πούμε για τα χθεσινά
-Και την Δ., έχω καιρό να την δω...
-Και τι θα κάνω με τις διακοπές; Φέτος πρέπει να πάμε διακοπές.
-Αλλά πρώτα να ξοφλήσω δύο απλήρωτους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Τι τα ήθελα τα καινούργια παπούτσια;
Λες και μ’ εκδικούνταν. Συχνά, οι ψίθυροι γίνονταν ομιλίες, φωνές, κραυγές. Και τότε, εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι: φόβος.
Φοβάμαι πως κάποια μέρα θα είμαι μόνη μου σε μια κουνιστή πολυθρόνα με δύο φλιτζάνια καφέ, ακούω κατά καιρούς τις φωνές να ψιθυρίζουν. Το ένα για ‘μένα και το άλλο να περιμένει μάταια κάποιον. Αυτό εξαιτίας των πνιχτών λέξεων που ανώφελα προσπάθησαν κάποτε να βγουν από στόμα μου: σε χρειάζομαι. Οι περήφανοι πεθαίνουν μόνοι, γράφει μία μισό-σκισμένη αφίσα.
Φοβάμαι, θα διπλωθώ στα δυο από τον πόνο, όπως εκείνο το απόγευμα στην τρίτη δημοτικού: Ένιωθα προδομένη που η μητέρα μου με άφηνε τόσα χρόνια να πιστεύω σε κάτι που δεν υπάρχει, σε έναν ψεύτικο Άγιο που μου έφερνε κάθε Χριστούγεννα ό,τι του ζητούσα. Φοβάμαι, και κάθε πρωί ελπίζω σε έναν -καινούριο- τέτοιο Άγιο.
Φοβάμαι. Είμαι τόσο αγανακτισμένη, που γκρινιάζω καθημερινά σε φίλους, όχι τόσο για να κατέβω στο Σύνταγμα, αλλά έστω μια βραδιά στον Λευκό Πύργο.
Φοβάμαι, γι’ αυτά που δε θα κάνω ποτέ επειδή πίστεψα για μια στιγμή ότι δεν είμαι αρκετά ικανή.
Φοβάμαι, θα περάσει ένα ακόμα καλοκαίρι και ακόμα θα συζητάμε για το πενθήμερο camping -ο Χ. θα έβαζε τις μπύρες, εμείς τα τρόφιμα και η Ο. σκηνή και αμάξι- σε μια ξεχασμένη παραλία.
Φοβάμαι, θα μεγαλώσω και θα λέω «εγώ είχα άλλα όνειρα», όπως εκείνοι που έκλεισαν τα μάτια στην πορεία και έχασαν τους στόχους τους στο σκοτάδι.
Συχνά-πυκνά με πιάνει αυτό το σφίξιμο στο στομάχι, περισσότερο, βέβαια, τα βράδια. Δεν ξέρω γιατί ο φόβος διαλέγει το σκοτάδι, ίσως είναι κάτι σαν κατάρα. Είσαι πολύ απασχολημένος, άλλωστε, για σου μιλήσει την μέρα, έτσι αναγκάζεται να σε επισκεφτεί τα βράδια.
Και κάπως έτσι, το ξημέρωμα με βρίσκει, σχεδόν πάντα, με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι. Όμως, είχα διαβάσει κάπου «αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων και, έκτοτε, τα βράδια μου έχουν γίνει πιο ήσυχα...
Ελένη Παπακώστα
Αφήστε το σχόλιό σας
Σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια...
Μόλις ελεγχθεί από το διαχειριστή θα δημοσιευτεί.