Το ατέρμονο δίλημμα της ζωής σου
Θα μεγάλωνες και εσύ, σιγά-σιγά, όπως η κερασιά που θα φύτευαν με τον ερχομό σου στο μισό χωματένιο τετραγωνικό του κρύου τσιμεντένιου πεζοδρομίου, πλάι στα λερωμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
Θα έκανες τα πρώτα σου βήματα από πείσμα που η μητέρα σου βαρέθηκε να σε κάνει βόλτα στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος, κρατώντας σε από τα δυο τα χέρια και τραγουδώντας σου μπερδεμένους στίχους από μια άλλη εποχή, τότε που η ζωή της τής άνηκε, ολοκληρωτικά. Έτσι απλά, θα σούφρωνες τα φρύδια, θα έσμιγες τα ροδαλά σου χείλη, θα κρατιόσουν από την άκρη του κοντού τραπεζιού του καφέ και θα έκανες τα πρώτα βήματα στον χορό της ζωής σου. Εκείνη θα πεταγόταν από την ξεφτισμένη εμπριμέ πολυθρόνα αφήνοντας το τηλεκοντρόλ να κυλήσει στην κουρελού. Θα ήταν για λίγα δευτερόλεπτα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη.
Μετά από λίγα χρόνια εκείνη θα κρατούσε ένα βιβλίο. Στην δεξιά του σελίδα, μια γάτα ξαπλώνει νωχελικά πλάι σε έναν αλήτη σκύλο. Βαθύ γαλάζιο, βελούδινο μπορντό, κεχριμπάρι και χώμα δίνουν ζωή στην κενή φωτογραφία. Προσπαθεί να σου μάθει ένα ποίημα, άλλωστε, αύριο θα είχες την πρώτη σου σχολική γιορτή. Το βράδυ θα σε έκανε μπάνιο, το επόμενο πρωί θα σε πίεζε να πιεις το γάλα σου, θα σου έβαζε λεμόνι στα μαλλιά και θα σου φορούσε τα καλό-διπλωμένα καινούργια σου ρούχα.
Η δασκάλα σου, σου έχει βάλει να μάθεις απ’ έξω όλους τους νομούς και τις πρωτεύουσες της χώρας. Εκείνη θα είχε πρόχειρα κολλήσει -από το μεσημέρι ήδη- ένα χάρτινο φτηνό χάρτη στον τοίχο του δωματίου σου, απέναντι από το μισό-στρωμένο κρεβάτι, δίπλα από τα τσαλακωμένα περιτυλίγματα δώρων, ό,τι θα είχε απομείνει από τα χθεσινά σου γενέθλια. Έκλεισες κιόλας τα 9. Νομός Αττικής-Αθήνα, Νομός Αιτωλοακαρνανίας-Mεσολόγγι, Νομός Μαγνησίας-Βόλος. Η ζέστη θα ήταν αποπνικτική, τα σγουρά μαλλιά σου θα κολλούσαν στο μέτωπό σου και η γλυκιά μυρωδιά από το αναρριχώμενο φυτό στην δεξιά πλευρά του μπαλκονιού σου θα ήταν αφόρητη. Θα άρχιζες να κλαις με λυγμούς, από τον φόβο του απαίσιου συναισθήματος που θα είχες αύριο στην τάξη. Εκείνου που κοιτάς τους συμμαθητές σου με διστακτικές ματιές αναρωτώμενος με παράπονο, μα τι γράφουν τόση ώρα; Εσύ, θα είχες μαλώσει με τις λέξεις. Εκείνη θα σε κρατούσε αγκαλιά όλο το βράδυ και θα σου έφτιαχνε το αγαπημένο σου φαγητό, σαν μια άλλη προσπάθεια εξαγνισμού.
Ετών 16. Μόλις θα γύριζες από το σχολείο θα κλειδωνόσουν στο δωμάτιό σου, μπροστά στην τηλεόραση μ’ ένα cheesburger για μεσημεριανό. Πάλι θα είχες μαλώσει με εκείνη επειδή «σηκώθηκε από νωρίς για να σου μαγειρέψει και εσύ τρως αυτές τις αηδίες». Δεν θα την άντεχες πια, ακόμα και αυτό το άρωμά της, καρύδα θαρρείς πως είναι, που σου θυμίζει εκείνο το πάρκο δίπλα στην εκκλησία -τώρα την θέση του θα είχε πάρει ένα mini πολυκατάστημα, με ύφος εύκολης ικανοποιημένης γκόμενας -σε εκνευρίζει. Το απόγευμα, μετά το φροντιστήριο, θα μαζευόσουν με «τα παιδιά» στα «πεζούλια» για «κανά τσιγάρο».
Θα περνούσαν εποχές. Καλοκαίρι δίπλα σε φθινόπωρο, φθινόπωρο πλάι σε άνοιξη και πάει λέγοντας. Εκείνη δεν θα υπήρχε πια, πάνε χρόνια που δεν υπάρχει μα, εσένα θα σου φαίνονταν σαν χθες. Κάθε φορά που θα μύριζες άρωμα καρύδα ένα μισό χαμόγελο θα ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό σου, χωρίς να το αντιληφθείς, και το βλέμμα σου θα πάγωνε για λίγο. Και κάθε φορά που θα έβλεπες την κερασιά να ανθίζει θα σε έπιανε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Δεν θα ήσουν ρομαντικός, σίγουρα, μα δεν θα ήσουν και αναίσθητος μπροστά σε όσα θα έβλεπες να συμβαίνουν.
Θα μεγάλωνες. Θα περπατούσες. Θα έλεγες το πρώτο σου ποίημα. Θα έκλαιγες. Θα κάπνιζες. Θα χαμογελούσες, αν εκείνη πριν χρόνια δεν είχε βρεθεί μπροστά σε ένα δίλλημα, στο δίλημμα της δικής σου ζωής. Και έτσι απλά, με μία δολοφόνο νάρκωση, ξύπνησε και εσύ δεν υπήρχες πια. Ήταν σαν να μην υπήρξες ποτέ και η ζωή της το επόμενο πρωί συνεχίστηκε κανονικά, σχεδόν: Ξύπνησε, άρπαξε στα γρήγορα ένα κουλούρι, πήγε σχολείο, μετά στριμώχτηκε σε ένα αστικό για το φροντιστήριο και το βράδυ πήγε στα «πεζούλια» με «τα παιδιά» για «κανά τσιγάρο».
Μην της θυμώσεις, ξέρεις, βδομάδες προσπαθούσε να φανταστεί την ζωή μαζί σου. Μάταιο. Και κάθε φορά την έπιανε ένα σφίξιμο στο στομάχι και αργούσε για λίγο να μου απαντήσει σαν μια προσπάθεια να κρύψει τον πόνο της και να μου δώσει να καταλάβω ότι «όλα είναι μια χαρά». Εμείς, της έλεγα, μπορούμε να κατακτήσουμε τον κόσμο.
Εμείς οι δύο, απαντούσε, όχι εμείς οι τρεις.
Κάπως έτσι αποφάσισε ότι στο δίλημμα της ζωής σου η λύση ήταν ή η μία ή η άλλη όμως, κάθε φορά επιμένει να με ρωτάει με την ίδια απελπισία, τον ίδιο τρόμο:
το έμβρυο το πετάνε στα σκουπίδια;
Και τότε υποπτεύομαι ότι μπορεί και να την ξεγέλασε το -τότε- δίλημμα.
Eλένη Παπακώστα
Αφήστε το σχόλιό σας
Σχόλια
X. στις 05/06/2011 22:02:01
Δεν έχω λόγια... Με συγκίνησε πραγματικά το κείμενο σου!!! Απλά υπέροχο ......Δεν μπορώ να αρθρώσω άλλα.Απλά σ ευχαριστώ γιατί μου δώθηκε η ευκαιρία να το διαβάσω...
Μόλις ελεγχθεί από το διαχειριστή θα δημοσιευτεί.