Χειμωνανθός
Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς. Καθόμουν δίπλα στο παράθυρο, προσπαθώντας να αφουγκραστώ τον ήχο του νερού που κατέβαινε με ορμή από τα αόρατα σύννεφα του νυχτερινού ουρανού. Με βοηθούσε να βάλω τις λέξεις που αιωρούνταν στο μυαλό μου σε μια θελκτική σειρά.
Xτύπησε η πόρτα. Δεν περίμενα κανέναν. Ανοίγοντάς την, έμεινα άναυδος με τα μάτια γουρλωμένα. Ήταν μουσκεμένη από πάνω έως κάτω. Με τα χέρια της αγκάλιαζε το μικρό, τρεμάμενο σώμα της. Με βλέμμα χαμένο στο κενό, έκλαιγε σιωπηλά. «Τρακάραμε», ψέλλισε κοιτάζοντάς με στα μάτια. Η κατάστασή της ήταν τραγική. Μετά από πέντε δεύτερα, όταν και κατάφερα να σταματήσω την πλημμύρα λύπης και οίκτου στην ψυχή μου, την τράβηξα μέσα και έκλεισα την πόρτα.
Είχα να δω την Αναστασία δύο μήνες. Κάθε άλλο παρά γοητευμένος μπορούσα να νιώθω, από το ρόλο σανίδας σωτηρίας που είχα αναλάβει μόλις ο συναγερμός της είχε ενεργοποιηθεί. Ήμουν δυσκίνητη μηχανή στη δημιουργία και στην προσφορά περιπετειών. Αδυνατούσα να βρω μια πικάντικη ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ενεργών δραστηριοτήτων, την οποία επιθυμούσα να δώσω σε όσες γυναίκες είχα στο πλάι μου. Γνώριζε που θα βρει ασφάλεια και ενστικτωδώς τα βήματά της την οδήγησαν στην «καλύβα» μου.
Την απάλλαξα από τα υγρά ρούχα και την τύλιξα σφιχτά με ένα μπουρνούζι το οποίο έφτανε μέχρι τους αστραγάλους της. Περιμένοντας το γέμισμα της μπανιέρας με ζεστό νερό, προσπάθησα να καταλάβω τα γεγονότα που είχαν συμβεί, ακούγοντας προσεχτικά το παραμιλητό της. Ταχύτατα, σφοδρή μου επιθυμία έγινε το σβήσιμο του φόβου, που ήταν ζωγραφισμένος στο γλυκό της πρόσωπο.
«Δεν κατάλαβα πως έγινε... Κανείς μας δεν κατάλαβε... Ξαφνικά ακούσαμε έναν... Έναν δυνατό κρότο...».
«Έχεις χτυπήσει πουθενά; Πονάς κάπου;» την ρώτησα.
«Όχι» μου απάντησε με μεγάλη δόση αβεβαιότητας.
Πλέον, ήθελα διακαώς να ρίξω γροθιά στον τρόμο, που είχε θρονιαστεί στο γαλάζιο των ματιών της. Παίρνοντάς την ανάποδη αγκαλιά και κρατώντας σφιχτά τις παλάμες των χεριών της, μπήκαμε στο ζεστό νερό. Έκλεισε τα μάτια. Έδειχνε πως είχε αρχίσει να ηρεμεί, καθώς τα χείλη της είχαν πάψει να βγάζουν φράσεις πανικού. Μετά από δύο λεπτά, στα οποία της έκανα απαλό μασάζ και της ψιθύριζα λόγια ηρεμίας, σταμάτησε να τρέμει. Οι μύες της χαλάρωσαν και η αναπνοή της έγινε ομαλή, χαρίζοντάς μου ικανοποίηση. Με την πάροδο τριών λεπτών, την έβγαλα σιγά - σιγά απ‘ το νερό και την τύλιξα με το δεύτερο μπουρνούζι.
Την πήρα αγκαλιά και την άφησα δίπλα στο τζάκι, δίνοντάς της το χαμομήλι που έπινα. Έφυγα γρήγορα στο δωμάτιό μου και άρχισα να σκουπίζω το σώμα μου με δύο μικρές πετσέτες που κατάφερα να βρω. Γύρισα στο σαλόνι φορώντας πιτζάμες και κρατώντας ένα ζευγάρι για την Αναστασία.
Έκατσα δίπλα της. Κοίταζε με μισόκλειστα μάτια την χαμηλή φωτιά. Είχε ηρεμήσει πλήρως. Μετά από περίπου δέκα λεπτά, αποφάσισε να μου μιλήσει.
«Συγνώμη, δεν έπρεπε να έρθω σε σένα», μου είπε γλυκά και συνέχισε: «Θα σου εξηγήσω ακριβώς τι έγινε».
«Δε θέλω να μάθω. Μου φτάνει που σε βλέπω καλά».
«Δεν έπρεπε να έρθω. Θα μπορούσα να δημιουργήσω πρόβλημα στη σχέση σου».
«Χώρισα», της αποκρίθηκα και με κοίταξε αμέσως κατάματα.
«Γιατί;».
«Μάλλον γιατί έκανα πολλά λάθη. Θα θύμωνα πολύ, αν μάθαινα τι συνέβη και δεν ερχόσουν σε εμένα. Το να σε φροντίζω είναι κάτι που επιθυμώ με όλη την καρδιά μου».
Αντίκρισα εκείνο το χαμόγελο το οποίο στο παρελθόν είχε πολλές φορές ταρακουνήσει ευχάριστα την ησυχία του σώματος και της ψυχής μου. Συγκρατήθηκα. Σηκώθηκα και ξάπλωσα στον καναπέ, σκεπάζοντας το κορμί μου με μια πρόχειρη, μάλλινη κουβέρτα.
«Το κρεβάτι μέσα είναι έτοιμο. Οτιδήποτε χρειαστείς, ξύπνα με. Είμαι πολύ κουρασμένος και πρέπει να κοιμηθώ».
«Αν κοιμηθείς εδώ και δεν έρθεις μέσα, θα φύγω», μου δήλωσε αυστηρά.
Σηκώθηκα, την πήρα στα χέρια μου, πιάστηκε από το λαιμό μου και πήγαμε στο υπνοδωμάτιο. Κουρνιάστηκε στην αγκαλιά μου, μας σκέπασα με το πάπλωμα και κοιμηθήκαμε, έτσι, μέχρι αργά το πρωί. Ανοίγοντας τα μάτια μου, ένιωσα την ψυχή μου να θέλει να χορέψει, με πλήρη ελευθερία, σε πράσινα, ηλιόλουστα λιβάδια, διαποτισμένα με διάσπαρτους χειμωνανθούς...
Αποφάσισα ότι έπρεπε να την ξυπνήσω ενεργοποιώντας την όσφρησή της. Έβαλα σε ένα δίσκο ψωμί, δυο κομμάτια κέικ, βούτυρο, μαρμελάδα, ένα μήλο, χυμό, λίγο γάλα και νοστιμότατα, ελαφρώς σιροπιαστά κρουασανάκια. Έτοιμος. Ακούμπησα το δίσκο δίπλα της και άφησα τα χείλη μου να καλύψουν το κενό που υπήρχε μεταξύ αυτών και των δικών της.
Η ωραία γυναίκα είναι χίλιες φορές πιο εντυπωσιακή την ώρα που εγκαταλείπει την αγκαλιά του ύπνου παρά την ώρα που αποχωρίζεται τα ρούχα της. Το χαμόγελό της προκάλεσε την άμεση παύση λειτουργίας του εγκεφάλου μου.
«Καλημέρα μικρή μου».
«Καλημέρα μωρό μου».
Αφού φάγαμε πρωινό, σε πλήρη ευθυμία, σηκώθηκα, έβαλα ένα κομμάτι των Beatles (για να έχουμε μια καλή μέρα), και άρχισα να τραγουδώ, προσπαθώντας να κουνήσω ρυθμικά το σώμα μου. Όταν γύρισα να την δω, κατάλαβα ότι όταν δίνουμε αγάπη σε κάποιον που την χρειάζεται, είμαστε περισσότερο χαρούμενοι απ‘ όσο όταν παίρνουμε.
Μέσα στα στρώματα, πλημυρισμένη από σιγουριά, βεβαιότητα και ασφάλεια, με κοιτούσε πεισματικά με ένα μόνιμο βλέμμα χαράς. Αν έφευγε εκείνη τη στιγμή, δεν θα είχα κανένα απολύτως παράπονο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν άντρα, από το να έχει την ευκαιρία να παρατηρεί την ευτυχία που μπορεί να προσφέρει.
Όμως η διαταγή της δεν μου άφησε κανένα περιθώριο επιλογής.
«Σε αγαπώ. Έλα γρήγορα στο κρεβάτι».
Μετά από μερικά λεπτά, φτάσαμε σε εκείνο το σημείο, όπου η αθωότητα της ηδονής αγγίζει και τα λεπτότερα συναισθήματα. Εκεί όπου συγκεντρώνει τις αισθήσεις και τις αφήνει να σβήσουν απαλά, πνιγμένες στην απερίγραπτη και απέραντη ευτυχία...
Παπαπρίλης Πανάτσας Χρήστος
PanatsasChris@gmail.com
Αφήστε το σχόλιό σας
Σχόλια
Δεν υπάρχουν σχόλια...
Μόλις ελεγχθεί από το διαχειριστή θα δημοσιευτεί.